- ὀκτωστάδιος
- ὀκτω-στάδιος [pron. full] [ᾰ], ον,A = ὀκταστάδιος, Str. 14.2.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτωστάδιος — ὀκτωστάδιος, ον (Α) (μτγν·) βλ. οκταστάδιος … Dictionary of Greek
ὀκτωστάδιον — ὀκτωστάδιος masc/fem acc sg ὀκτωστάδιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκταστάδιος — ὀκταστάδιος και ὀκτωστάδιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ στάδια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀκταστάδιον μήκος οκτώ σταδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + στάδιον (πρβλ. εξα στάδιος)] … Dictionary of Greek